μετοικισμός

μετοικισμός
ο (ΑΜ μετοικισμός) [μετοικίζω]
μετοίκηση, μετανάστευση («τὸν δὲ ἀπελθόντα τῆς Σπάρτης ἐπὶ μετοικισμῷ πρὸς ἑτέρους ἀποθνῄσκειν κελεύει», Πλούτ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • μετοικισμός — emigration masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μετοικισμοί — μετοικισμός emigration masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μετοικισμοῦ — μετοικισμός emigration masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μετοικισμῶν — μετοικισμός emigration masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μετοικισμῷ — μετοικισμός emigration masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μετοικισμόν — μετοικισμός emigration masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διοικισμός — διοικισμός, ο (Α) [διοικίζω] ο 1. μετοικισμός 2. ο μετοικισμός τών κατοίκων μιας πόλης ή συνοικίας για να αραιώσουν ή να βελτιώσουν τις συνθήκες ζωής …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”